- λεπτουργικά
- λεπτουργ-ικά, τά,A articles of fine workmanship, SIG 88o.66 (Pizus, iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτουργικά — λεπτουγρικά, τὰ (Α) βλ. λεπτουργικός … Dictionary of Greek
λεπτουργικός — ή, ό (Α λεπτουργικός, ή, όν) [λεπτουργός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεπτουργία ή στον λεπτουργό («λεπτουργικά εργαλεία») 2. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος με λεπτουργία («λεπτουργική επεξεργασία») 3. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek